- ὑψωθήσεται
- ὑψόωlift highfut ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταπεινώνω — ταπεινῶ, όω, ΝΜΑ [ταπεινός] μτφ. μειώνω κάποιον, θίγω την υπερηφάνειά του, τόν εξευτελίζω νεοελλ. μέσ. ταπεινώνομαι μειώνεται η υπόληψά μου μσν. αρχ. 1. καθιστώ κάποιον μετριοπαθή, μετριόφρονα («ὅστις ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις… … Dictionary of Greek
АГАФОН КОРОНИС — [греч. ̓Αγάθων Κορώνης], визант. мелург 1 й пол. XIV в. Его сочинения содержатся во многих рукописях визант. и поствизант. периодов это стихи « » (Εὐφρανθήσεται Κύριος Пс 103. 31) и « » (̀ρδβλθυοτεΑισω τῷ Κυρίῳ Пс 103. 33); стих « … Православная энциклопедия